- λίβης
- λίπτομαιto be eageraor ind mp 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
LEBES et LEBETA — LEBES, et LEBETA ex Graeco λίβης, ὅτι λέιβεται ὕδωρ εἰς αὐτὸν, quod aqua ei infundatur nomen accepit. Virg. Aen. l. 3. v. 466. Dodonaeosque lebetas. Ubi ollas aereas interpretatur Serv. Proprie vas quodcumque, in quod aqua defunditur. Gloss.… … Hofmann J. Lexicon universale
πομπεύω — ΝΑ [πομπή / πομπός] βρίζω με χυδαία σκώμματα, κοροϊδεύω, χλευάζω νεοελλ. 1. υποβάλλω σε διαπόμπευση, διαπομπεύω 2. διασύρω, εξευτελίζω δημόσια αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον ως πομπός, τόν οδηγώ στον δρόμο του, προπομπεύω* 2. οδηγώ πομπή 3. προχωρώ σε… … Dictionary of Greek
φονολιβής — ές, Α 1. αυτός που στάζει αίμα 2. φρ. «φονολιβὴς τύχα» φόνος, ανθρωποκτονία (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + λιβής (< λείβω «στάζω»)] … Dictionary of Greek